- σακουλάκι
- το, Ν [σακ(κ)ούλι]1. μικρή σακούλα2. μικρό βαλάντιο, μικρό πουγγί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακουλάκι — το πολύ μικρή σακούλα και το περιεχόμενό της: Ένα σακουλάκι καφέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
πηρίδιον — τὸ, Α [πήρα] μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
φυσίγγη — η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. 1. σακουλάκι με πυρίτιδα για το γέμισμα τών παλαιών πυροβόλων 2. βλήμα πυροβόλου, κάλυκας με το γέμισμα και τη βολίδα αρχ. η φῦσιγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. φῦσιγξ, κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
πουγκί — το 1. μικρό σακουλάκι όπου παλιότερα έβαζαν οι άνθρωποι τα χρήματά τους, αλλ. κομπόδεμα. 2. χρηματικό απόθεμα, περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσέπη — η (λ. τουρκ.) 1. θυλάκιο, σακουλάκι ρούχου για να βάζουμε τα χέρια μας ή μικροαντικείμενα. 2. όσο χωράει μια τσέπη: Αγόρασα μια τσέπη σπόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουχτώνω — φούχτωσα, φουχτώθηκα, φουχτωμένος, και χουφτώνω χούφτωσα, χουφτώθηκα, χουφτωμένος, μτβ., αρπάζω κάτι με τη φούχτα, με την παλάμη, χεροβολιάζω: Φούχτωσε το σακουλάκι κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)